Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολοστρόγγυλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ολοστρόγγυλα, επίρρ.· 'λοστρόγγυλα.
  • (Προκ. για τη σελήνη) σ’ όλη τη σφαιρική επιφάνεια· ολόγυρα:
    • εγέμισε (ενν. του Φοίβου η αδελφή) 'λοστρόγγυλα (Θησ. ΙΒ́ [813]).

[<επίθ. ολοστρόγγυλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες