Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ολομελής
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ολομελής, επίθ.
  • Ολόκληρος, ακέραιος:
    • έστι τις (ενν. άρτος) ολομελής (Γλυκά, Αναγ. 202).

[μτγν. επίθ. ολομελής. Η λ. και σήμ. (ΑΛΝΕ)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go