Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ολοκάθαρα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ολοκάθαρα, επίρρ.
  • Ολοκάθαρα, ολοφάνερα:
    • (Σοφιαν., Γραμμ. 82).

[<επίθ. ολοκάθαρος. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go