Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ολκάς
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ολκάς η· αιτιατ. πληθ. ολκάς.
  • Είδος πλοίου (εδώ πολεμικού):
    • (Ερμον. Γ 277
    • τας ολκάς ευθέως εις την ακτήν ο βασιλεύς απέστειλε (Αξαγ., Κάρολ. Έ 353).

[αρχ. ουσ. ολκάς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go