Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ολιγού
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
ολιγού, επίρρ.
  • Λίγο:
    • Εύλογον έναι τό ζητούν, μηδέν τους παρακούσεις, ανάπαυσέ τους ολιγού (Φαλιέρ., Λόγ. 88 (έκδ. ολίγον· διόρθ. Κριαράς)).

[γεν. του επιθ. ολίγος ως επίρρ. αναλογ. με άλλα επιρρ. από γεν.· πβ. και γεν. μικρού επιρρ. (βλ. μικρός). Τ. ολίγον, λίγου στο Somav.]

[Λεξικό Κριαρά]
ολιγόυλος, επίθ.
  • Λιπόσαρκος, ισχνός:
    • σώμα ολιγόυλον (Μάρκ., Βουλκ. 34817).

[<επίθ. ολίγος + ουσ. ύλη. Η λ. το 12. αι.]

[Λεξικό Κριαρά]
ολιγούτσικον, επίρρ.· ελιγούτσικον· 'λιγούτσικον· ολιγότσουκο· ολιγούτσικο.
  • 1) (Προκ. για μέγεθος, ποσότητα, βαθμό, κλπ.) λιγάκι:
    • ήτον (ενν. ο τράχηλός της) μακρύς 'λιγούτσικον (Μαρκάδ. 51
    • ενύσταζεν (ενν. η κόρη) 'λιγούτσικον (Αχιλλ. O 420· Αιτωλ., Μύθ. 11311
    • έκφρ. ολιγούτσικον ολιγούτσικον = λίγο λίγο, σε μικρές ποσότητες:
      • (Σταφ., Ιατροσ. 252).
  • 2) (Χρον.) για μικρό χρονικό διάστημα, για λίγο:
    • Εστάθην (ενν. ο μισέρ Ασελής) ολιγούτσικον και λέγει τον λαόν του (Χρον. Μορ. P 5358).
  • 3) Με λίγα λόγια, με συντομία:
    • (Συναξ. γυν. 456
    • θέλω να ειπώ ολιγούτσικο και να μηδέν βαρύνει τον διαβαστήν και ακροαστήν (Συναξ. γυν. 135).
  • Η λ. ως ουδ. επιθ. (άκλ.) =
    • α) λίγος:
      • ολιγούτσικο άμμος ή χώμα (Ροδινός 134
    • β) (προκ. για μέρος, τμήμα ενός συνόλου) λίγα:
      • εκ τα πολλά ελιγούτσικον εγώ να αποδείξω (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1018).

[ουδ. του επιθ. ολιγούτσικος ως επίρρ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ολιγούτσικος, επίθ.· ελιγούτσικος· λιγούτσικος.
  • 1) Πολύ μικρός σε αριθμό ή ποσότητα, λιγοστός, ελάχιστος:
    • εις μέρες ολιγούτσικες έφτασαν στην Μισσίνα (Αχέλ. 592
    • ψωμίν λιγούτσικον (Προδρ. IV 245 χφ P κριτ. υπ).
  • 2) (Προκ. για χώρο) που έχει πολύ μικρή έκταση:
    • (Σπαν. (Μαυρ.) P 32).
  • 3) (Προκ. για χρόνο) που διαρκεί πολύ λίγο, πολύ σύντομος:
    • εις ολιγούτσικον καιρόν τρια βγαίνουν βλασταράκια (Χούμνου, Κοσμογ. 394· Ερωφ. Έ 416).
  • 4) Σύντομος:
    • άφες κι εμέν να είπω μικρά και ολιγούτσικα (Διήγ. παιδ. 358).
  • 5) (Με αφηρημένο ουσ.) πολύ λίγος, πολύ μικρός· αδύναμος:
    • με ολιγούτσικην χαράν επαρηγόρα τούτον (Θησ. Δ́ [314]· Λίβ. Esc. 3947).

[<επιθ. ολίγος + κατάλ. ‑ούτσικος. Ο τ. λι‑ στο Du Cange (λ. ολιγούτζικος) και σήμ. Η λ. στο Meursius (‑τζ‑) και σήμ. ποντ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go