Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολίσθηση η [olísθisi] Ο33 : (λόγ.) το γλίστρημα. (γεωλ.) ~ πετρωμάτων. (φυσ.) ~ κρυστάλλου. (ηλεκτρον.) ~ συχνότητας. (ηλεκτρολ.) ~ γεννήτριας / κινητήρα.
[λόγ. < αρχ. ὀλίσθη(σις) `γλίστρημα΄ -ση]



