Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οισοφάγος ο [isofáγos] Ο18 : (ανατ.) τμήμα του πεπτικού συστήματος που έχει τη μορφή ενός μυώδους σωλήνα, ο οποίος συνδέει το φάρυγγα με το στομάχι.
[λόγ. < αρχ. οἰσοφάγος (αρχ. θ. οἰσ- του ρ. φέρω)]



