Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οινόμελι
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
οινόμελι το.
  • Μίγμα από κρασί και μέλι:
    • ει δ’ ουκ έστιν ευπορία ροδομέλιτος, οινομέλιτι χρῳ (Ιερακοσ. 43226).

[μτγν. ουσ. οινόμελι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go