Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οινοχόη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οινοχόη η [inoxói] Ο30 : (αρχαιολ.) μικρό αγγείο με το οποίο ο οινοχόος έπαιρνε κρασί από τον κρατήρα και γέμιζε τα ποτήρια των συνδαιτυμόνων.

[λόγ. < αρχ. οἰνοχόη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go