Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οινοποίηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οινοποίηση η [inopíisi] Ο33 : παραγωγή κρασιού: Σταφύλια κατάλληλα για ~.

[λόγ. < ελνστ. οἰνοποιη- (οἰνοποιῶ) `φτιάνω κρασί΄ -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go