Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οινάνθη
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
οινάνθη η.
— Βλ. και οινάνθι.
  • Άνθος άγριου αμπελιού·
    • εδώ πιθ. είδος ελαίου ή κρασιού με φαρμακευτικές ιδιότητες που παρασκευαζόταν από το άνθος αυτό:
      • Όταν ο άνθρωπος κενώσει … χολήν … Ρόδα ξηρά βράσον … και βάλε και οινάνθην και ας το πίνει (Σταφ., Ιατροσ. 4109).

[αρχ. ουσ. οινάνθη. Η λ. και σήμ. βοτ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go