Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οικτιρμός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οικτιρμός ο [iktirmós] Ο17 : (λόγ.) οίκτος.

[λόγ. < αρχ. οἰκτιρμός]

[Λεξικό Κριαρά]
οίκτιρμος, επίθ.· οίχτιρμος.
  • (Προκ. για το Θεό) ελεήμων, πολυεύσπλαχνος:
    • (Ιων. IV 2).

[<επίθ. οικτίρμων κατά τα επίθ. σε ‑ος· πβ. ελέημος]

[Λεξικό Κριαρά]
οικτιρμός ο· εχτερεμός.
  • (Στον πληθ.) έλεος, ευσπλαχνία· συμπάθεια:
    • παρηγορία των ορφανών και των χηρών εν οικτιρμοίς εφάνης (Ριμ. Βελ. ρ 83· Προδρ. III 280
    • (συν. για την ευσπλαχνία του Θεού):
      • παρακαλούμεν σε (ενν. Κύριε), δείξον τους οικτιρμούς σου (Ιστ. Βλαχ. 2671
    • έκφρ. διά τους οικτιρμούς του Θεού = στο όνομα της ευσπλαχνίας, του ελέους του Θεού:
      • μη αναμεταξύ ημών μάχεσθε διά τους οικτιρμούς του Θεού (Ψευδο-Σφρ. 40222· Επιστ. ηγουμ. 175).

[αρχ. ουσ. οικτιρμός. Η λ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες