Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οικουμενισμός ο [ikumenizmós] Ο17 : (εκκλ.) σύνολο ιδεών και ενεργειών που έχουν ως στόχο την ενότητα όλων των χριστιανικών εκκλησιών· οικουμενική κίνηση.
[λόγ. οικουμεν(ικός) -ισμός μτφρδ. γαλλ. œcuménisme < œcumén(ique) < ελνστ. οἰκουμεν(ικός) -isme = -ισμός]



