Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οικουμενικός, επίθ.· οικομενικός.
-
- 1) Που αναφέρεται σ’ όλη την οικουμένη, παγκόσμιος, πανανθρώπινος:
- ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός … επήγασεν την οικουμενικήν σωτηρίαν (Φυσιολ. B 713).
- 2) Ως τίτλος του πατριάρχη Κων/πόλεως:
- (Byz. Kleinchron. Á 6734)·
- (συνεκδ.) ο Πατριάρχης Κων/πόλεως:
- Τον Πατελάρο, λέγω σου, πως έστεκεν ’ς την Πόλην κι ήτονε Οικουμενικός (Τζάνε, Φιλον. 58610)·
- (ως ουσ.):
- τον κυρ Δαμασκηνόν αυτός τον έκρινεν εις τον Οικουμενικόν διά την πλεονεξίαν του (Συναδ. φ. 50r).
- 3) Που προέρχεται από οικουμενική σύνοδο:
- δεν έχει παντελώς να εξουσιάζει εις το Σίναιον όρος … κατά την οικουμενικήν κρίσιν (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 217· 218).
- Εκφρ.
- 1) Οικουμενική σύνοδος = το ανώτατο συλλογικό όργανο της Εκκλησίας συγκαλούμενο περιοδικά για την επίλυση σοβαρών συν. δογματικών ζητημάτων:
- (Byz. Kleinchron. Á 2271).
- 2) Οικουμενικόν κριτήριον = το συνοδικό δικαστήριο του πατριαρχείου:
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 216).
[μτγν. επίθ. οικουμενικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που αναφέρεται σ’ όλη την οικουμένη, παγκόσμιος, πανανθρώπινος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οικουμενικός -ή -ό [ikumenikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται σ΄ ολόκληρο τον κόσμο· (πρβ. παγκόσμιος, πανανθρώπινος): Ο ~ χαρακτήρας του ρωμαϊκού κράτους. H ειρήνη είναι αίτημα οικουμενικό. || (εκκλ.) ~ πατριάρχης, τίτλος του πατριάρχη της Kωνσταντινούπολης. Οικουμενικό πατριαρχείο ή ~ θρόνος, το πατριαρχείο της Kωνσταντινούπολης. Οικουμενική σύνοδος, στην οποία έπαιρναν μέρος αντιπρόσωποι από όλες τις χριστιανικές εκκλησίες: H οικουμενική σύνοδος της Nίκαιας / της Xαλκηδόνας. Οικουμενική κίνηση, ο οικουμενισμός. 2. (πολ.) Οικουμενική κυβέρνηση, στην οποία συμμετέχουν όλα ή τα περισσότερα κόμματα.
οικουμενικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. οἰκουμενικός]