Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οικονομισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οικονομισμός ο [ikonomizmós] Ο17 : ιδεολογικό και πολιτικό ρεύμα που τονίζει ιδιαίτερα την αξία του οικονομικού παράγοντα.

[λόγ. < γαλλ. économisme < économ(iste) (δες στο οικονομολόγος) -isme = -ισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go