Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οικειοποιούμαι [ikiopiúme] Ρ10.9β : κάνω κτ. δικό μου ή παρουσιάζω για δικό μου κτ. ξένο· (πρβ. σφετερίζομαι, ιδιοποιούμαι): ~ κάτι που μου δάνεισαν. || (μτφ.): Ο προπονητής προσπάθησε να οικειοποιηθεί την επιτυχία της ομάδας.
[λόγ. < ελνστ. οἰκειοποιοῦμαι & σημδ. γαλλ. aproprier]



