Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οικειοθελώς
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
οικειοθελώς, επίρρ.
  • Με τη θέλησή (μου, σου, κλπ.), εκουσίως:
    • οι δέ τον γουλάν ληιστρεύοντες οικειοθελώς παρεδόθησαν (Ιστ. Ηπείρ. XIX14).

[<επίθ. οικειοθελής που απ. τον 11. αι. και σε σχόλ. (TLG). Η λ. τον 10. αι. (TLG) και σήμ. λόγ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go