Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οδυνηρώς, επίρρ.
-
- 1) Με πόνο (σωματικό), επώδυνα:
- (Ιστ. πατρ. 15719).
- 2) Με θρήνο, σπαρακτικά:
- έκλαυσεν πικρώς και οδυνηρώς (Οψαρ. 36245· Ριμ. Βελ. ρ 611).
[αρχ. επίρρ. οδυνηρώς]
- 1) Με πόνο (σωματικό), επώδυνα:



