Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ογκολόγος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ογκολόγος ο [oŋgolóγos] Ο18 θηλ. ογκολόγος [oŋgolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικευμένος στην ογκολογία.

[λόγ. ογκο(λογία) -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go