Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξύστης ο.
-
- Ξυστήρι (οικιακό σκεύος):
- (Βαρούχ. 3917).
[<αόρ. του ξύνω + κατάλ. ‑της. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Δημ.)]
- Ξυστήρι (οικιακό σκεύος):
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<αόρ. του ξύνω + κατάλ. ‑της. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Δημ.)]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |