Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξυραφίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξυραφίζω [ksirafízo] -ομαι Ρ2.1 : κόβω με ξυράφι, κάνω ξυραφιές σε μια επιφάνεια: Tην ξυράφισε στο πρόσωπο για να την εκδικηθεί. Ξυράφισαν τις πολυθρόνες του σινεμά.

[ξυράφ(ι) -ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go