Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξυλόσομπα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξυλόσομπα η [ksilósomba] Ο27α : σόμπα που καίει ξύλα.

[ξυλο- + σόμπα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες