Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξυλόκαρφο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξυλόκαρφο το [ksilókarfo] Ο41 : 1.ξύλινο καρφί. 2. ξύλινος ή μεταλλικός σύνδεσμος των ξύλινων τμημάτων του σκελετού ενός πλοίου.

[ξυλο- + καρφ(ί) -ο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go