Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξιφολόγχη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξιφολόγχη η [ksifolónxi] Ο30 : είδος λόγχης που προσαρμόζεται στην άκρη της κάννης του τουφεκιού.

[λόγ. ξίφ(ος) -ο- + λόγχη μτφρδ. γαλλ. sabre-bayonnette, épée-bayonnette]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go