Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξηραντήριο το [ksirandírio] Ο40 : 1.χώρος όπου γίνεται η ξήρανση. 2. συσκευή που χρησιμοποιείται για ξήρανση.
[λόγ. ξηραν- (ξηραίνω) -τήριον μτφρδ. γαλλ. séchoir, sécherie]



