Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεψύχισμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεψύχισμα το [ksepsíxizma] Ο49 : η κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτός που ξεψυχάει.

[ξεψυχ(ώ) -ισμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go