Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεχειλώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεχειλώνω [ksexilóno] -ομαι Ρ1 : για ρούχα, παπούτσια κτλ. που έχουν φαρδύνει σε σχέση με το αρχικό τους σχήμα, που έχουν χάσει τη φόρμα τους: Ο γιακάς της μπλούζας σου ξεχείλωσε. Mην το τραβάς το πουλόβερ· θα το ξεχειλώσεις. || Ξεχειλωμένος γιακάς, είδος γιακά.

[ξέχειλ(ος) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go