Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεφόρτωμα το [ksefórtoma] Ο49 : η ενέργεια του ξεφορτώνω. ANT φόρτωμα. 1. Άρχισε το ~, η εκφόρτωση. Tο ζώο θέλει ~, αφαίρεση ή μείωση του φορτίου του. 2. (μτφ., οικ.) απαλλαγή από κτ. που μου είναι περιττό ή ενοχλητικό: Aυτά τα ρούχα τα έχω για ~.
[ξεφορτώ(νω) -μα]



