Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεσκάω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεσκάω [kseskáo] Ρ10.4α πρτ. ξέσκαγα, αόρ. ξέσκασα, απαρέμφ. ξεσκάσει & ξεσκάζω [kseskázo] Ρ2.1α : με κάποιου είδους ψυχαγωγία διώχνω τις έγνοιες, τις σκοτούρες, την κούραση. ANT σκάω: Bγες έξω να ξεσκάσεις λίγο. Έλα να κάνουμε έναν περίπατο να ξεσκάσουμε.

[ξε- σκάω, σκάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go