Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεροπόταμος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεροπόταμος ο [kseropótamos] Ο20 & ξεροπόταμο το [kseropótamo] Ο41 : χείμαρρος χωρίς νερό.

[μσν. ξεροπόταμος < ξηροπόταμος με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. ξερός) < ξηρ(ός) -ο- + ποταμ(ός) -ος· μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες