Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεροπήγαδο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεροπήγαδο το [kseropíγaδo] Ο41 : πηγάδι που δεν έχει πια νερό.

[μσν. ξηροπήγαδον με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. ξερός) < ξηρ(ός) -ο- + πηγάδ(ι) -ον]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεροπήγαδο το.
  • Πηγάδι χωρίς νερό, που έχει στερέψει:
    • (Κατζ. Έ 124).

[<επίθ. ξερός + ουσ. πηγάδι. Τ. ξηροπήγαδον στο Du Cange. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες