Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεράδια
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεράδια [kseráδja] επιφ. : (οικ.) εκφράζει έντονη αποδοκιμασία, ως απάντηση σε κπ. που λέει “ξέρω” ή “δεν ξέρω”.

[πληθ. της λ. ξεράδι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go