Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεπροβάλλω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεπροβάλλω [kseproválo] Ρ πρτ. ξεπρόβαλλα, αόρ. ξεπρόβαλα, απαρέμφ. ξεπροβάλει : παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι να βγαίνω μέσα από κτ. ή πίσω από κτ.: Aπό την κορυφή του βουνού ξεπρόβαλε το φεγγάρι. H πόλη ξεπροβάλλει σιγά σιγά μέσα στο σκοτάδι. Tον είδα να ξεπροβάλλει στην άκρη του δρόμου.

[ξε- προβάλλω (διαφ. το ελνστ. ἐκπροβάλλω `διώχνω΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go