Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεπουλώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεπουλώ [ksepuló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1α.πουλώ κτ. σε πολύ χαμηλή τιμή, λόγω μεγάλης ανάγκης: Ξεπούλησε όλα του τα κτήματα. || Ξεπουληθήκαμε για να σε σπουδάσουμε. β. για έμπορο που πουλά όλο του το εμπόρευμα: Ως το μεσημέρι είχε ξεπουλήσει και είχε φύγει. Bιάζομαι να ξεπουλήσω. 2. (μτφ., οικ.) προδίδω κτ. (ιδέες, πρόσωπα κτλ.) εξ ολοκλήρου και με ευτελές αντάλλαγμα: Tα ξεπούλησε όλα για μια θεσούλα. Mας ξεπούλησε όλους. Δε θα ξεπουλήσουμε την πατρίδα μας στους ξένους. Ξεπουλήθηκε για να φτάσει εκεί που έφτασε, πρόδωσε τις ιδέες του κτλ.

[μσν. εκπωλώ (εκ- > ξε-) < εκ- πωλώ κατά την εξέλ. πωλώ > πουλώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go