Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεπέταγμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεπέταγμα το [ksepétaγma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια του ξεπετώ: Tο ~ των παιδιών. Tο ~ της δουλειάς, το γρήγορο τέλειωμα.

[ξεπετακ- (ξεπετώ) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go