Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξενόφερτος -η -ο [ksenófertos] Ε5 : για ήθη, έθιμα, συνήθειες κτλ., που έχουν εισαχθεί από ξένους λαούς και τόπους και που συνήθ. δεν μπορούν να αφομοιωθούν από τους ντόπιους ή να ενταχθούν στο ντόπιο περιβάλλον: Ξενόφερτες συνήθειες. Yιοθετήθηκαν ξενόφερτες αρχιτεκτονι κές μορφές.
[ξενο- + φερ- (φέρνω) -τος]



