Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξενόφερτος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξενόφερτος -η -ο [ksenófertos] Ε5 : για ήθη, έθιμα, συνήθειες κτλ., που έχουν εισαχθεί από ξένους λαούς και τόπους και που συνήθ. δεν μπορούν να αφομοιωθούν από τους ντόπιους ή να ενταχθούν στο ντόπιο περιβάλλον: Ξενόφερτες συνήθειες. Yιοθετήθηκαν ξενόφερτες αρχιτεκτονι κές μορφές.

[ξενο- + φερ- (φέρνω) -τος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go