Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξενυχτάδικο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξενυχτάδικο το [ksenixtáδiko] Ο41 : (οικ.) κέντρο διασκεδάσεως που μένει ανοιχτό ως τις πρώτες πρωινές ώρες.

[ξενύχτ(ης) -άδικο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go