Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξενομερίτης ο [ksenomerítis] Ο10 θηλ. ξενομερίτισσα [ksenomerítisa] Ο27α : (λαϊκότρ.) που έχει έρθει από ξένο μέρος, που δεν είναι ντόπιος· ξωμερίτης.
[ξενο- + μέρ(ος) -ίτης· ξενομερίτ(ης) -ισσα]



