Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξενοκοιτάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξενοκοιτάζω [ksenokitázo] Ρ2.2α & ξενοκοιτώ [ksenokitó] & -άω Ρ10.6α : (προφ.) επιθυμώ και επιδιώκω συνήθ. εξωσυζυγικές σχέσεις.

[ξενο- + κοιτάζω, κοιτώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go