Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξενοικιάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξενοικιάζω [ksenikázo] -ομαι Ρ2.1 : λύνω τη σύμβαση για τη μίσθωση ενός ακινήτου, ως μισθωτής ή ως εκμισθωτής. ANT νοικιάζω: Πότε θα το ξενοικιάσεις το σπίτι; Ξενοικιάστηκε το μαγαζί;

[ξε- νοικιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go