Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξενοαιχμαλώτισις
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ξενοαιχμαλώτισις η.
  • ?Περιπλάνηση στα ξένα:
    • (Λίβ. Sc. 3011).

[<ουσ. ξένη η ή ξένα τα + αιχμαλώτισις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go