Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξενιτεμός ο [ksenitemós] Ο17 : η μακρόχρονη διαμονή σε ξένη χώρα, ως αποτέλεσμα αδήριτης ανάγκης, οικονομικής ή άλλης· (πρβ. μετανάστευ ση).
[ξενιτεύ(ω) -μός με αποβ. του [v] πριν από [m] ]



