Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεναγώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεναγώ [ksenaγó] -ούμαι Ρ10.9 : οδηγώ τους επισκέπτες ενός τόπου, δίνο ντάς τους κάθε είδους σχετικές με αυτόν πληροφορίες, ιστορικές, αρχαιολογικές κτλ.: Mας ξενάγησαν / ξεναγηθήκαμε σε μουσεία / στις Mυκήνες / στα αξιοθέατα της πόλης.

[λόγ. < αρχ. ξεναγῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεναγωγώ.
  • Ξεναγώ·
    • (εδώ) (καθ)οδηγώ, βοηθώ κάπ. να βρει το δρόμο:
      • οι δε θηραταί υπό της … φωνής (ενν. των νεοσσών) ξεναγωγούμενοι πλησίον αφικνούνται (Ιερακοσ. 33719).

[<επίθ. ξεναγωγός. Η λ. τον 4. αι. και στον Ησύχ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go