Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεμπλοκάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεμπλοκάρω [kseblokáro] -ομαι Ρ6 : επαναφέρω σε λειτουργία ή αποκαθιστώ ένα μηχανισμό ο οποίος είχε ακινητοποιηθεί συνήθ. λόγω βλάβης ή κακής χρήσης. ANT μπλοκάρω: ~ την πόρτα / το παράθυρο / τη ρόδα. Ξεμπλόκαραν τα φρένα.

[ξε- μπλοκάρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go