Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεμεσημεριάζω [ksemesimerjázo] -ομαι Ρ2.1 : περνώ τις ώρες του μεσημεριού κάπου ή με κάποιον τρόπο: Σταθήκαμε να ξεμεσημεριάσουμε κοντά στη θάλασσα.
[ξε- μεσημεριάζω]



