Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεμεσημεριάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεμεσημεριάζω [ksemesimerjázo] -ομαι Ρ2.1 : περνώ τις ώρες του μεσημεριού κάπου ή με κάποιον τρόπο: Σταθήκαμε να ξεμεσημεριάσουμε κοντά στη θάλασσα.

[ξε- μεσημεριάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go