Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξελασπώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξελασπώνω [kselaspóno] Ρ1α : 1.βγάζω τις λάσπες, καθαρίζω από τις λάσπες. 2. (μτφ., οικ.) βοηθώ κπ. να βγει από ένα οικονομικό αδιέξοδο, από μία δύσκολη γενικά θέση: Εγώ πάλι θα τον ξελασπώσω. || βγαίνω από κάποιο οικονομικό αδιέξοδο: Είχα πολλά χρέη κι είδα κι έπαθα να ξελασπώσω.

[ξε- λασπώνω ή ξε- λάσπ(η) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go