Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεκώλωμα το [ksekóloma] Ο49 : (λαϊκ.) 1. υπερβολική κούραση και ταλαιπωρία· ξεθέωμα: Tι ~ ήταν κι αυτό σήμερα! 2. μεγάλη τύχη, ιδίως σε τυχερά παιχνίδια.
[ξεκωλώ(νω) -μα]



