Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεκούμπωτος -η -ο [ksekúmbotos] Ε5 : που δεν τον έχουν κουμπώσει, ξεκουμπωμένος: Ξεκούμπωτο πουκάμισο / σακάκι. Ξεκούμπωτη τσάντα.
[ξεκουμπώ(νω) -τος]



