Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεκούμπωτος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεκούμπωτος -η -ο [ksekúmbotos] Ε5 : που δεν τον έχουν κουμπώσει, ξεκουμπωμένος: Ξεκούμπωτο πουκάμισο / σακάκι. Ξεκούμπωτη τσάντα.

[ξεκουμπώ(νω) -τος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go