Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεκαρδιστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεκαρδιστικός -ή -ό [ksekarδistikós] Ε1 : που μας κάνει να ξεκαρδιζόμαστε: Mια ξεκαρδιστική επιθεώρηση / κωμωδία. Ξεκαρδιστικό αστείο. || Ήταν ~ / ξεκαρδιστικό!

[ξεκαρδισ- (ξεκαρδίζω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες