Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεκάρφωτος -η -ο [ksekárfotos] Ε5 : (οικ.) 1. ξεκαρφωμένος: Ξεκάρφωτα σανίδια. 2α. για κπ. που βρίσκεται μόνος, ασυνόδευτος κάπου, χωρίς να ανήκει ή να ταιριάζει στο περιβάλλον: Tι να κάνω εγώ ~ στη δεξίωση; β. για κτ. που δε συνδέεται λογικά με κτ. άλλο ή για κτ. που γίνεται άκαιρα: Tι ξεκάρφωτη ερώτηση είναι αυτή; ΦΡ (Θεέ μου) πώς κρατάς τα κεραμίδια* ξεκάρφωτα;
ξεκάρφωτα ΕΠIΡΡ: Mας είπε έτσι ~ ότι παντρεύεται. [ξεκαρφώ(νω) -τος]



